νομός

νομός
(Νομ.). Κάθε υποχρεωτικός κανόνας που γεννά δικαιώματα και υποχρεώσεις, με δυνατότητα εξωτερικού καταναγκασμού για όποιον δε συμμορφώνεται εκούσια στις επιταγές ή στις απαγορεύσεις του. Με τη γενική αυτή αλλά ουσιαστική έννοια, είναι αδιάφορο το όργανο από το οποίο απορρέει ο ν.· μπορεί να είναι το κράτος ή η περιφέρεια (αποκέντρωση), το κοινοβούλιο ή μόνος ο φορέας της εκτελεστικής εξουσίας (π.χ. προεδρικό διάταγμα) ή ένα άλλο όργανο της διοίκησης, κατάλληλα εξουσιοδοτημένο. Ν. στην ευρεία έννοια ως πηγή δικαίου, θεωρείται και ο εθιμικός κανόνας και, κατά την άποψη μερικών (που δεν επικράτησε πουθενά), και ο λεγόμενος φυσικός ν., δηλαδή ο κανόνας υποχρεωτικής, εξωτερικά καταναγκαστικής συμπεριφοράς που απορρέει από τη φύση του ανθρώπου. Κατά την παραφθαρμένη, επιστημονικά αδόκιμη, λαϊκή ονομασία του όρου ν. αποκαλείται κάθε νομική διάταξη, ανεξάρτητα από το περιεχόμενό της. Η παραπάνω ουσιαστική έννοια του ν. δεν είναι η μόνη που επιβλήθηκε στο σύγχρονο δίκαιο. Επειδή, υπό το καθεστώς της διάκρισης των εξουσιών και της λειτουργίας του Κοινοβουλίου με την πρωταρχική, αν όχι αποκλειστική, εξουσία θέσπισης κανόνων δικαίου υπήρξε η βουλή (σε συνεργασία με τον ανώτατο άρχοντα στα περισσότερα ελληνικά Συντάγματα), καθιερώθηκε επίσημα να ονομάζεται ν. κάθε απόφαση της λαϊκής αντιπροσωπείας που υιοθετείται κατά την άσκηση της νομοθετικής λειτουργίας, σύμφωνα με ορισμένη διαδικασία κατάρτισης των ν. που προβλέπει το Σύνταγμα. Διαπιστώθηκε, ωστόσο, ότι όλοι οι ν. της Βουλής δεν περιείχαν κανόνες δικαίου κατά την παραπάνω ουσιαστική έννοια. Έτσι έγινε η γνωστή διάκριση μεταξύ ουσιαστικών και τυπικών ν.· ουσιαστικοί ν. ονομάστηκαν όλα τα κείμενα που περιέχουν κανόνες δικαίου, ανεξάρτητα από την πηγή ή τη μορφή τους. Τυπικοί, αντίθετα, ν. ονομάστηκαν όλοι οι ν. που απορρέουν από την κατά το Σύνταγμα τακτική νομοθετική εξουσία, ανεξάρτητα από το περιεχόμενό τους. Με τον τρόπο αυτό, ένας τυπικός ν. μπορεί να είναι απλώς τυπικός, όπως ο κανονισμός της Βουλής και η έγκριση του προϋπολογισμού, (ν. που δεν περιέχει κανόνα δικαίου) ή τυπικός μαζί και ουσιαστικός, όπως η πράξη της Βουλής θεσπίζει κανόνα στα εννοιολογικά πλαίσια του ν. Κατά την ελληνική συνταγματική επιταγή και παράδοση, ο τυπικός ν. καταρτίζεται και αρχίζει να εφαρμόζεται σύμφωνα με πολύπλοκη διαδικασία που αποβλέπει στην εξασφάλιση της όσο το δυνατόν μεγαλύτερης αρτιότητάς του, ακόμη και στη δημοσιότητα των σχετικών συζητήσεων. Στο πρώτο στάδιο, της νομοθετικής πρωτοβουλίας, ο ν. προτείνεται είτε από την κυβέρνηση (σχέδιο ν.) είτε από τα μέλη της Βουλής (πρόταση ν.). Δεν ισχύει ο θεσμός της λαϊκής πρωτοβουλίας, της πρότασης δηλαδή του ν. από τον λαό (δημοψήφισμα). Για να αποτραπούν υπερβολικές δημοσιονομικές επιθαρύνσεις του κράτους, προβλέπονται σοβαροί περιορισμοί στη νομοθετική πρωτοβουλία της Βουλής, και σε μερικά θέματα (συντάξεις κλπ.) αναγνωρίζεται η αποκλειστική πρωτοβουλία του υπουργού Οικονομικών. Τέλος, τα σχέδια ν. ή οι προτάσεις ν. πρέπει να συνοδεύονται υποχρεωτικά από αιτιολογική έκθεση, όπως επίσης, σε ορισμένες περιπτώσεις, και από έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του κράτους. Η δεύτερη φάση της νομοθετικής διαδικασίας προβλέπει την επεξεργασία του σχεδίου από την αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή. Κατά το τρίτο στάδιο ο ν. συζητείται και ψηφίζεται. Πολυπλοκότερη είναι, φυσικά, η διαδικασία στις χώρες όπου υπάρχουν δύο Βουλές, που συνεργάζονται στην κατάρτιση των ν. Μετά την ψήφισή του, ο ν. κυρώνεται, εκδίδεται και δημοσιεύεται, σύμφωνα με τις διατάξεις που προβλέπει το Σύνταγμα. Τέλος, η δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης αποβλέπει στη γνωστοποίηση του ν. και προσδιορίζει, άμεσα ή έμμεσα, το χρονικό σημείο από το οποίο αρχίζει η εφαρμογή του. αναγκαστικός ν. Κατά τη διάρκεια ανωμάλων περιόδων της συνταγματικής ζωής της Ελλάδας εκδόθηκαν από τον ανώτατο άρχοντα με σύμπραξη του υπουργικού συμβουλίου, ιδίως όταν δεν υπήρχε Βουλή ή κατά τη διακοπή των εργασιών της, διάφορα κείμενα με τον τίτλο αναγκαστικός ν. ή αναγκαστικό διάταγμα. Τα κείμενα αυτά είχαν ισχύ τυπικού ν. Η δικαστηριακή πρακτική τα θεώρησε γενικά έγκυρα, με τη δικαιολογία είτε της ύπαρξης ενός υπερσυνταγματικού δικαίου της ανάγκης (που εκφράζει η ρήση salus populi suprema lex esto), είτε απλώς της αδυναμίας των δικαστηρίων να ελέγξουν την πολιτική σκοπιμότητα αυτών των νομοθετημάτων. Κατά τη περίοδο μετά τον B’ Παγκόσμιο πόλεμο, το Συμβούλιο της Επικρατείας είχε ωστόσο δεχτεί τη δυνατότητα του ελέγχου των ακραίων ορίων της σκοπιμότητας αυτής και επομένως της μη εφαρμογής τους ως αντισυνταγματικών, των αναγκαστικών ν., των οποίων η έκδοση δεν δικαιολογείται από καμία κρατική ή δημόσια άφευκτη ανάγκη. Η επιστήμη γενικά αμφισβήτησε κατά το παρελθόν τη θεωρία του δικαίου της ανάγκης και αξίωσε τον σεβασμό των διατάξεων του Συντάγματος για τη νομοθετική λειτουργία. οργανικός ν. Ο όρος δηλώνει ορισμένο αριθμό ν., στους οποίους παραπέμπει το Σύνταγμα για την οργάνωση θεσμών, όπως η αποκέντρωση, η δικαστική ιεραρχία ή ορισμένο δικαστήριο κλπ.· οι ν. αυτοί συμπληρώνουν κατά κάποιο τρόπο το συνταγματικό οικοδόμημα. Οργανικός, συνήθως, λέγεται, ανεξάρτητα από συνταγματικό πρόβλημα, και ο ν. με τον οποίο οργανώνεται η δημόσια υπηρεσία, είτε κατά την οργανική είτε κατά τη λειτουργική της άποψη.
* * *
ο (ΑΜ νομός)
διοικητικό και γεωγραφικό διαμέρισμα κράτους στο οποίο προΐσταται ο νομάρχης
αρχ.
1. τόπος για βοσκή, βοσκότοπος, λιβάδι
2. χόρτα για διατροφή ζώων, νομή
3. (γενικά) τροφή
4. τόπος που διανεμήθηκε με κλήρωση σε κάποιον
5. ο τόπος διαμονής, η κατοικία («προλιποῡσαν ἁλὸς νομόν», Νικ.)
6. περιοχή, επικράτεια επαρχία
7. φρ. α) «ἐπέων πολὺς νομός» — εκτεταμένο πεδίο λόγων, δηλ. πλήθος λόγων
β) «νομός ύλης» — δασώδης βοσκή
γ) «νομοί ᾠδῆς» — αφθονία, πλήθος ωδών
δ) «νομὸν ἔχω» — κατοικώ, διαμένω
ε) «νομὸς δένδρων» — μεγάλη περιοχή με δένδρα, πλήθος δένδρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ετεροιωμένη βαθμίδα νομ- τού θ. νεμ- τού νέμω (βλ. και λ. νέμω και νόμος (Ι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Νόμος —         (nomos) (греч.) см. Номос и фюсис. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 …   Философская энциклопедия

  • νομός — place of pasturage masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νόμος — that which is in habitual practice masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νόμος — that which is in habitual practice masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νόμος — (Νομ.). Κάθε υποχρεωτικός κανόνας που γεννά δικαιώματα και υποχρεώσεις, με δυνατότητα εξωτερικού καταναγκασμού για όποιον δε συμμορφώνεται εκούσια στις επιταγές ή στις απαγορεύσεις του. Με τη γενική αυτή αλλά ουσιαστική έννοια, είναι αδιάφορο το… …   Dictionary of Greek

  • -νόμος — και νομος (ΑΜ νόμος και νομος) β συνθετικό πολλών ουσιαστικών και επιθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουσιαστικό νόμος. Τα σύνθετα αυτά εμφανίζονται τόσο ως προπαροξύτονα όσο και ως παροξύτονα. Τα προπαροξύτονα σε νομος είναι εκείνα τών… …   Dictionary of Greek

  • νόμος — ο 1. κανόνας δικαίου, γραπτή βούληση οργανωμένης πολιτείας που ρυθμίζει τις σχέσεις πολιτών και κράτους ή τις σχέσεις μεταξύ των πολιτών. 2. το σύνολο των νόμων, η νομοθεσία. 3. κανόνας που ρυθμίζει ενέργεια ή εκδήλωση του ανθρώπου: Ο νόμος της… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νομός — ο διοικητική περιοχή, όπου προΐσταται ο νομάρχης: Νομός Θεσσαλονίκης. – Nομός Σερρών κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Χαλκιδικής, νομός — Νομός που καλύπτει το έδαφος της ομώνυμης χερσονήσου της κεντρικής Μακεδονίας. Στον νομό δεν υπάγεται η περιοχή του Άθω (Άγιον Όρος), ο οποίος συνορεύει στα Β με τον νομό Θεσσαλονίκης, ενώ από τις 3 άλλες πλευρές του βρέχεται από το Αιγαίο. Ο… …   Dictionary of Greek

  • Δράμας, νομός — Νομός (3.468 τ. χλμ., 103.975 κάτ.) της περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Συνορεύει στα Β με τη Βουλγαρία, στα Α με τον νομό Ξάνθης, στα Ν με τον νομό Καβάλας και στα Δ με τον νομό Σερρών. Από τη συνολική της έκταση 402 τ. χλμ. είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”